καρδία

καρδία
καρδία (cf. κραδία: καρδίᾳ, -ίαν; -ίαις.)
1 heart

ἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

fig., of the feelings:

καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2

πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11

ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96

ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9

θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44

οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρδία — καρδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc/acc dual (ionic) καρδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) καρδίᾱ , καρδιάω pres imperat act 2nd sg καρδίᾱ , καρδιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρδία — Καρδίᾱ , Καρδίη heart fem nom/voc/acc dual Καρδίᾱ , Καρδίη heart fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρδίᾳ — Καρδίᾱͅ , Καρδίη heart fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — η 1. το κεντρικό όργανο της κυκλοφορίας του αίματος: Έκανε εγχείρηση στην καρδιά. 2. ψυχική διάθεση, όρεξη: Δουλεύει χωρίς καρδιά. 3. το κέντρο μιας περιοχής: Χάθηκε στην καρδιά της Αφρικής. 4. το εσωτερικό μέρος φυτού ή καρπού: Τρώει πάντα την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδίᾳ — καρδίαι , καρδία heart fem nom/voc pl (ionic) καρδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καρδίας — καρδίᾱς , καρδία heart fem acc pl (ionic) καρδίᾱς , καρδία heart fem gen sg (attic doric ionic aeolic) καρδίᾱς , καρδιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδίαν — καρδίᾱν , καρδία heart fem acc sg (attic doric ionic aeolic) καρδίᾱν , καρδιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καρδίᾱν , καρδιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδίαι — καρδία heart fem nom/voc pl (ionic) καρδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”